- ολόιδιος, -ια, -ιο
- ο ολότελα ίδιος, όμοιος, αμετάβλητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ολόιδιος — α, ο 1. εντελώς ίδιος, αμετάβλητος, αναλλοίωτος 2. εντελώς όμοιος, πανομοιότυπος … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολόμοιος — α, ο εντελώς όμοιος με άλλον, ολόιδιος … Dictionary of Greek
ομόπτερος — η, ο (Α ὁμόπτερος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομόπτερα εντομολ. τάξη εντόμων που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τη φυσική ιστορία τών μελών της και στην οποία ανήκουν 32.000 περίπου είδη αρχ. 1. (για … Dictionary of Greek
φτυστός — ή, ό, Ν μτφ. εντελώς όμοιος, ολόιδιος («είναι φτυστός ο πατέρας του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ τού αορ. έ φτυσ α τού φτύνω + κατάλ. τός* τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. γραφ τός)] … Dictionary of Greek
απαράλλαχτος — η, ο επίρρ. α εντελώς όμοιος, ολόιδιος: Η τσάντα σου είναι ίδια κι απαράλλαχτη με τη δική μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατόφιος, -ια, -ιο — επίρρ. ια (από το αυτοφυής) 1. απαράλλαχτος, ολόιδιος: Την είδες; ατόφια η μάνα της. 2. γνήσιος, μονοκόμματος, αυτοτελής: Αυτό το κόσμημα είναι ατόφιο χρυσάφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτυστός — ή, ό εντελώς όμοιος, ολόιδιος, απαράλλαχτος: Είναι φτυστός ο πατέρας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)